Λουάν, όπως ποιητής

Γνώρισα τον Λουάν μέσω ενός κοινού φίλου. Ηρθε στο γραφείο μου με ντροπαλό βλέμμα. Ενας άνθρωπος τουλάχιστον είκοσι χρόνια μεγαλύτερός μου, στεκόταν αμήχανος με το βιβλίο του στα χέρια. Τα ελληνικά του δεν ήταν σπουδαία, κόμπιαζε. Φαινόταν στις εκφράσεις του προσώπου του η πρόθεση να γίνει συγκεκριμένος αλλά δεν τον βοηθούσε η γλώσσα. Το έχω βιώσει αυτό το συναίσθημα, τον καταλαβαίνω. Τότε δούλευε στην κεντρική λαχαναγορά. Τώρα βρήκε δουλειά σε κάποιον εκδοτικό οίκο. Το χαμηλότερο μεροκάματο, δηλαδή.
Η κόρη του, φοιτήτρια πια, τον κάνει περήφανο γιατί σπουδάζει. Αλλά και γιατί μιλάει τα ελληνικά ως μητρική γλώσσα, ενώ τον βοηθάει στην απόδοση των ποιημάτων του. Αυτά τα τελευταία έχουν πραγματικό ενδιαφέρον: αφήνοντας στην άκρη τη φιλολογικούρα (πανταχού παρούσα) και τη λογοτεχνικού τύπου κριτική, διαβάζω τα ποιήματα του Λουάν με προσοχή - διαπνέονται από ψυχή, έχουν τσαγανό αλλά και ταπεινότητα, είναι απλοϊκά αλλά κι εμβριθή στα νοήματά τους. Η μελαγχολία, η νοσταλγία, οι κρυφοί πόθοι για ζωή, η ανάγκη για την ανεύρεση κάποιου ιδεώδους, χαρακτηρίζουν τη θεματολογία τους.
Ο Λουάν είναι και θα παραμείνει οικονομικός μετανάστης. Μου έδειξε τους ρόζους στις παλάμες του από τα καφάσια με μήλα που κουβαλούσε καθημερινά. Σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή τον συμπατριώτη μας, τον Bezzerides, στην Καλιφόρνια, που κανένας δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά αν και ήταν αληθινός καλλιτέχνης, αλλά και τον Θοδωρή Καλλιφατίδη (που μου έλεγε ότι δεν έχει κλάψει στη ζωή του τόσο πολύ όπως όταν προσπαθούσε, στην αρχή, να γράψει στα σουηδικά...). Σκέφτηκα όμως κι όλους τους άλλους παρίες δημιουργούς, αυτούς που καταδικάζονται από την ίδια την πραγματικότητά τους να μείνουν στην αφάνεια γιατί έχουν την ιδιότητα του μετανάστη, του παρατρεχάμενου, του προσωρινού. Πιο συγκεκριμένα, είναι δεδομένο ότι εδώ στην Αθήνα υπάρχουν κι άλλοι όπως ο Λουάν οι οποίοι γράφουν ποίηση, τολμούν να ονειρεύονται την έκδοση των βιβλίων τους, ωστόσο πασχίζουν να εκφραστούν στα ελληνικά, εισπράττουν τη διακωμώδηση από το στενό, οικείο κι αγνώμον περιβάλλον των συμπατριωτών τους, πάντοτε έχουν στο μυαλό τους αρκετή ύλη (από την άγρια πλευρά της ζωής) για να κρατήσουν άσβεστη τη Μούσα τους.
Ο Λουάν είναι συμπτωματικά παρουσιαζόμενος σ' αυτό εδώ το ιστολόγιο. Σκοπεύω να παρουσιάσω κι άλλους στη συνέχεια. Η προσπάθεια τους είναι σημαντική, παραδειγματική κι ωφέλιμη για όλους - γράφοντες και αναγιγνώσκοντες. Οσο για τον Λουάν, που δεν γνωρίζει τι εστί μπλογκόσφαιρα και Διαδίκτυο, αξίζει να σημειωθεί ότι έλαβα σε φάκελο το νέο βιβλίο του. Αυτή τη φορά από διαφορετικό εκδοτικό οίκο. Το βιβλίο υπάρχει σε όλα τα βιβλιοπωλεία, το ήλεγξα. Και το επώνυμό του έχει πια "ελληνοποιηθεί": Λουάν Τζούλης. Και η αφιέρωση προς εμένα είναι ανορθόγραφη. Είναι η μοναδική φορά που δεν θυμώνω με τα λάθος γιώτα και όμικρον, με την ασυνταξία και την παρανόηση σημαίνοντος-σημαινομένου. Διαβάζω:
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΡΑΤΣΑ ΤΟΥ
Μονάχα ο σκύλος της κυράς
που στον μπαξέ της σπέρνω
πολυτελή χορτάρια και μπιγκόνιες
δεν ξέρει ότι είμαι Αλβανός.
Καμία γλώσσα δεν γνωρίζει, όμως
και οι δύο μιλάμε την ίδια γλώσσα της ψυχής
κι ακούμε στα προστάγματα.
Γι' αυτό και χαίρεται - και μου το δείχνει
με τα κίτρινα μάτια του και την ουρά του
όταν με βλέπει
με τη χαρά - ακριβώς - που κάνει το μωρό
μπρος στο βυζί της μάνας που θηλάζει.
Σίγουρα ο σκύλος χαίρεται από την κυρά μας
πιο πολύ
όταν συναντιόμαστε σα φίλοι γκαρδιακοί.
Κι όσο για την κυρά, πίσω απ' τις κουρτίνες
παρατηρεί με ζήλια τη φιλία μας.
Κι έτσι, ένα πρωί, με κατηγόρησε ότι
δεν ξέρω, τάχα, να φερθώ σωστά σε σκύλους.
Γιατί είδε που τον φίλησα.
Αλλά εγώ δεν ξέρω να σας πω
τη ράτσα του σκυλιού που με αγαπά.
*
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ
Βρήκα τον ήλιο σκοτεινό
έξω από το σπίτι.
Δεν έχω όνομα και δεν μπορώ να βρω
τις αφορμές που είχαν τα μάτια του Ελύτη
να δουν γοργόνες μες στου Αιγαίου το νερό.
Φτιάχνω τους στίχους μου
από ιδρώτα και τσιμέντο
κάτω από φώτα νυσταγμένα ηλεκτρικά.
Κι όταν αισθάνομαι πως φτάνω στο κρεσέντο
με αναζητούν στο κινητό για τη δουλειά.
Γράφω τα ποιήματα
με κόκκινο μελάνι.
Ολα είναι μίζερα. Μα κάπου, ξαφνικά,
κάτι σαν έρωτας
σα νοσταλγία με πιάνει
και μια λιακάδα μου ζεσταίνει
την καρδιά.
Κι έτσι τη βρίσκω ξενυχτώντας
με στιχάκια
σε περιπάτους τριγυρίζω μοναχός.
Κι ο νεροχύτης, παραλία με βοτσαλάκια
γίνεται αμέσως
κι όλη η κάμαρη, βυθός.

Commenti

Anonimo ha detto…
Φτιάχνω τους στίχους μου
από ιδρώτα και τσιμέντο


Υπέροχο, αληθινό...
Ευχαριστούμε, κ. Ρούβαλη...
scalidi ha detto…
Όταν ξαναμιλήσεις μαζί του να του εκφράσεις την απέραντη συμπαράστασή μου γι' αυτή την ομορφιά που επιδιώκει. Την ομορφιά που του οφείλει η σκληρή πραγματικότητα. Ο αγώνας της αλήθειας του μακάρι να βρίσκει στόχο. Με συγκίνησε...και νιώθω ήδη πιο πλούσια, διαβάζοντας αυτό το ποστ.
Και θυμήθηκα μια άλλη περίπτωση για την οποία σπεύδω να γράψω ένα ποστ.
federica ha detto…
Grazie, perché hai saputo esprimere la bellezza di questa storia difficile e commovente... Una storia di poesia, ma anche la storia di un uomo che ha creduto nei suoi sogni.
SILIO D'APRILE ha detto…
Δ.Στ και Σκαλίδη: Οι στίχοι λένε, κάποτε, τα πάντα. Ο Λουάν είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις που αναγεννούν την αισιοδοξία.
Federica: Questa storia e' commovente perche', come succede in entranbi paesi, Grecia-Italia, i clandestini sono nella nostra disposizione in modo cattivo, bruttale, acuto. Immagini quando si tratta di poeti, d' anime veramente fragili...
Anonimo ha detto…
From Brazil: I passed to do a visit. Visit my blog also.