Νίκος Ξυδάκης - δύο δίσκοι, δύο κείμενα, μία συνέντευξη

Ρηγόπουλα και αφεντάδες
Είναι φανερό από τις πρώτες νότες του δίσκου ότι οι δύο καλλιτέχνες φροντίζουν να προσδώσουν στη συνεργασία τους έναν τόνο προσωπικό, εσωτερικό, ειλικρινή και, πάνω απ' όλα, απαλλαγμένο από δισκογραφικές συνταγές. Οι «Ενότητες τρεις» του Νίκου Ξυδάκη και του Βασίλη Ρακόπουλου (έκδοση της εταιρείας «Muse») αποτελούν απόσταγμα λυρισμού και προσφέρουν έναν σπάνιο συνδυασμό μελωδιών ανατολίτικης προέλευσης με ατμοσφαιρικές τζαζ πινελιές. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο είναι αιγυπτιώτικης καταγωγής, όπως και ότι τη μουσική πορεία τους στον χρόνο έχει χαρακτηρίσει η σταθερή, υψηλού επιπέδου ποιότητα επιλογών.
Βρέθηκαν μαζί επί σκηνής, για πρώτη φορά, πέρυσι τον Μάρτιο. Το «Θέατρο της Ανοιξης» και το «Επί Κολωνώ» φιλοξένησαν τους ήχους τους σε μια σπάνια συναυλιακή τελετουργία. Κοινός παρονομαστής σ' αυτή τη συνεύρεση, για όσους τυχερούς παρευρέθησαν εκεί αλλά και για εκείνους που πλέον απολαμβάνουν την ακρόαση του δίσκου, είναι τα μεσαιωνικά ψιθυρίσματα του Βιτσέντζου Κορνάρου, η ποίηση της Σαπφούς και του Καβάφη, οι στίχοι του Διονύση Καψάλη και του Θοδωρή Γκόνη. Η πολυχρωματική φωνή του Ξυδάκη και η βιρτουόζικη κιθαριστική ερμηνεία του Ρακόπουλου αλλά και των άλλων μουσικών (μία σύνθεση ανήκει στον Μιχάλη Νικολούδη) τέρπουν τον ακροατή, ξυπνούν στη φαντασία εικόνες ενός αλλοτινού κόσμου με πολεμιστές-ιππότες, τοπία πελαγίσια και καστρινά, έρωτες κι ευγενή πάθη που αγγίζουν το σήμερα.
Κεντρικό χαρακτήρα στον δίσκο κατέχει η αφήγηση της κονταρομαχίας («γιόστρα») από τον «Ερωτόκριτο», όπου συναντιούνται αρχοντόπουλα από διαφορετικά σημεία του μεσαιωνικού ελληνισμού για να διεκδικήσουν τον έρωτα της Αρετούσας. Σ' αυτό το σημείο συμπυκνώνεται η μυσταγωγική ένταση που προτείνουν ο Ξυδάκης κι ο Ρακόπουλος. Το γλωσσικό ιδίωμα της Κρητικής Αναγέννησης, οι χαμηλών τόνων συνθέσεις αλλά κι ηχητικός τους διάκοσμος, κάνουν αυτή τη συνεργασία μεταξύ των κορυφαίων της χρονιάς.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 25/02/2005
-
-
-
Δοκιμάζοντας τα όρια του στίχου

Πρόταση καλλιτεχνική, με μετρημένες ανάσες αλλά περισσή αφηγηματική διάθεση, αποτελεί ο νέος δίσκος του Νίκου Ξυδάκη. Η ακρόαση του «Γρήγορα η ώρα πέρασε» (Universal) ηχεί ανακουφιστικά και προσλαμβάνει τον χαρακτήρα ενός έργου που επαναμαγεύει τον ποιητικό λόγο μέσα από τη μουσική, που αποκαλύπτει τη βαθιά σχέση ανάμεσα στη φωνή, το τραγούδι και την αίσθηση του έρωτα.

Ο συνθέτης, σε τούτη όπως και σε προηγούμενες δισκογραφικές επιλογές του, δοκιμάζει τα όρια του στίχου, επιλέγει ποιήματα τα οποία απελευθερώνουν εμπνευσμένες νότες. Γι' αυτό δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι συχνά ο Νίκος Ξυδάκης «διεισδύει» σε ποιητές όπως ο Σολωμός και ο Βιζυηνός ή έχει συνεργαστεί με αισθαντικούς στιχουργούς σαν τον Γκόνη.Στην προκειμένη περίπτωση, το «Γρήγορα η ώρα πέρασε» αφήνει τη γεύση ενός λυρικού στοχασμού, προερχόμενου από τα σπαράγματα της Σαπφούς, ή μάλλον από την εύθραυστη μεταφραστική προσέγγισή τους χάρη στον Οδυσσέα Ελύτη. Ενα ευριπίδειο χορικό (σε απόδοση Κ.Χ. Μύρη) και λόγια καρυωτακικά, μαζί με τρία ποιήματα του Διονύση Καψάλη, συμπληρώνουν το υφαντό στο οποίο ο συνθέτης εναποθέτει τις μουσικές ιδέες του. Είναι φανερό ότι ο Νίκος Ξυδάκης γνωρίζει τη συνάρτηση λόγου και μουσικής, επιδιώκει να περιγράψει την αβίαστη σχέση τους στη διάρκεια του χρόνου, όπως σημειώνει στο εσώφυλλο του δίσκου, «να συνοικούν φωνές και μνήμες που ξεσηκώνει η μουσική, οικείοι ήχοι από σολιστικά όργανα και μια ορχήστρα εγχόρδων να τονίζουν την αίσθηση αυτή».

Κι ακόμη, ακούγοντας τραγούδια, συντροφιά με το ερμηνευτικό πρόσταγμα της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, όπως τα «Οσ' άστρα γύρω βρίσκονται», «Τι θέλω τι» και «Είναι πολύ νωρίς», νιώθει κανείς την ακεραιότητα και τη συγκίνηση που σπανίζει σήμερα και επομένως δίνει περιθώριο επιλογής στους ακροατές με απαίτηση -παραφράζοντας λιγάκι εδώ τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες- η τέχνη να συμβαίνει κάθε φορά που ακούγεται ένα τραγούδι...

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ rouvalis@enet.gr

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 30/10/2006

-

-

-

Για την αιγυπτιακή γη και για τον Χατζιδάκι

Συνέντευξη στον ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ

«Σαν τη σφίγγα της ερήμου θα μιλώ μυστήρια...», ψιθυρίζει σ' ένα παλιότερο τραγούδι του ο Νίκος Ξυδάκης, μιλώντας για την αιγυπτιώτικη καταγωγή του. Στην «αιγυπτιακή γη, την αιωνίως σκονισμένη» επανέρχεται, με το αφήγημα «Τα τριαντάφυλλα της Μάρσα Ματρούχ», το ένα απ' τα δύο εξομολογητικά κείμενα που συναπαρτίζουν την έκδοση του μικρού αλλά περιεκτικού βιβλίου του (εκδόσεις «Αγρα»), το οποίο μόλις κυκλοφόρησε βρίσκοντας αμέσως θέση στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

«Θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω ως ένα παρασκήνιο ή πρόλογο της μουσικής μου», λέει για τα δύο κείμενα του βιβλίου του ο Νίκος Ξυδάκης.

Δύο κείμενα μεστών συναισθημάτων, μινιμαλιστικών κι όμως ολοζώντανων εικόνων από μια εποχή κι έναν τόπο που σε τίποτε δεν θυμίζει το σημερινό παρόν, είναι η έκδοση που φέρει την υπογραφή του γνωστού συνθέτη· το Κάιρο των παιδικών του χρόνων, η ακμή και παρακμή της ελληνικής παροικίας, τα πρόσωπα, τα αρώματα, οι κουβέντες, σ' αυτό το ιδανικό σμάρι πολιτισμών που υπήρξαν οι παράλιες πόλεις της Ανω Αιγύπτου στο πρώτο ήμισυ του περασμένου αιώνα. Στο δεύτερο κείμενο («Η Αθήνα τού οφείλει τη μουσική της») ο ίδιος αφηγητής δίνει μια επίσης ξεχασμένη, αλλ' επιδραστική και φωτεινή, εικόνα της Αθήνας των αρχών της δεκαετίας του '60 μέσω της μουσικής, της «αχρονολόγητης» μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι, που του ενέπνευσε την αγάπη για την πόλη, τη διάθεση να γράψει κι εκείνος μουσική που να «ματώνει»...

Με τούτες τις αφορμές έγινε η ακόλουθη συζήτηση με τον Νίκο Ξυδάκη. Μεσημέρι στην αυγουστιάτικη Αθήνα. Λίγο πριν από τις επίπονες, όπως ομολογεί, πρόβες για τη μουσική επένδυση της παράστασης «Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» (που ετοιμάζει με τον Θανάση Παπαγεωργίου στο Θέατρο «Στοά»), αλλά και τις ηχογραφήσεις ενός δίσκου με μελοποιημένα ισπανικά ποιήματα και μια σύνθεση για τον Νίκο Γκάτσο (σε συνεργασία με τον Θοδωρή Γκόνη και την Κλάουντια Ντέλμερ), όσο και τις εμφανίσεις του με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου σε διάφορους συναυλιακούς χώρους έως το φθινόπωρο.

- Κατ' αρχάς, να παρατηρήσω ότι η νοσταλγική διάθεση είναι κυρίαρχη στο βιβλίο σας...

«Αναπόφευκτα, μιλώντας για τα παιδικά χρόνια και για έναν τόπο που φαντάζει εξωτικός, ίσως το πρώτο αίσθημα που γεννάει είναι η νοσταλγία. Οταν έγραφα αυτά τα κείμενα (σ.σ. δημοσιευμένα στις εφημερίδες "Τα Νέα", 1996 και "Καθημερινή", 1999) αλλά και τώρα που σκέφτομαι αυτά τα πράγματα, νιώθω σαν να είναι τώρα. Πολλά πράγματα είναι ζωντανά μέσα μου για να τα νοσταλγώ. Υπάρχουν όμως κι άλλα στοιχεία στη μνήμη που λες "ναι, ποτέ δεν θα είναι ξανά έτσι"...».

- Αυτά τα δύο κείμενα έχουν γραφτεί για να εκφράσουν το προσωπικό σας δίπολο, ό,τι ακριβώς καθορίζει τον άνθρωπο και δημιουργό Ξυδάκη;

«Οντως, έχουν έναν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, παρ' ότι δεν ξέρω αν τηρούν κάποιους κανόνες μυθοπλασίας. Είναι εξομολογητικά, γι' αυτό και στην αρχή σκέφτηκα να τα δημοσιοποιήσω σε εφημερίδα, με την αίσθηση ότι απευθύνομαι σε κάποιον αόριστα, όπως γίνεται με τις επιστολές των αναγνωστών... Θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω ως ένα παρασκήνιο ή πρόλογο της μουσικής μου - μόλις τελειώνουν αισθάνεται κανείς ότι "ωραία, και τώρα αρχίζει η μουσική"».

- Απ' την πρώτη ανάγνωση, είναι σαφής η αίσθηση της μελωδικότητας, η μουσική που παρεμβάλλεται στη σκέψη και στις εικόνες πάνω στο χαρτί...

«Ως μουσικός αισθάνομαι ότι έχω γράψει αυτά τα κείμενα. Αναζητούσα τη συγκίνηση, όπως ακριβώς γίνεται στη μουσική σύνθεση. Κι όταν ξεκίνησα να γράφω το κείμενο της "Μάρσα Ματρούχ", ήθελα περισσότερο να δώσω το τέλος του, δηλαδή την πικρή μελαγχολία των τελευταίων ημερών σ' ένα αγαπημένο σπίτι που θα εγκατέλειπα για πάντα. Το Κάιρο ήταν μια πανσπερμία φυλών μέχρι και το 1960. Ο ήχος των ξένων γλωσσών ήταν διάχυτος παντού. Οταν έγραφα αυτό το κείμενο, ήταν σαν να άκουγα τις φωνές αυτού του κόσμου».

- Εχετε πει ότι η μουσική διαισθάνεται τις κινήσεις της ψυχής και των πραγμάτων που έρχονται. Θα υποστηρίζατε κάτι ανάλογο για το γραπτό λόγο;

«Ναι, όταν ο πεζός λόγος, και κυρίως η ποίηση, αγγίζει την ψυχή. Η μουσική δεν έχει να κάνει με το χρόνο αλλά με τη διαίσθηση των πραγμάτων προτού εκφραστούν με άλλα μέσα και τρόπους. Η μουσική υπάρχει κατά κάποιο τρόπο προτού μάθουμε γραφή κι ανάγνωση. Προαισθάνεται τα πράγματα, έρχεται από μέσα μας σαν προειδοποίηση. Αλλά και η πεζογραφία έχει τη μουσική της. Σε πολλούς συγγραφείς βλέπεις ότι οι λέξεις δεν τους φτάνουν. Υπάρχουν σελίδες επί σελίδων παραληρήματος που αγγίζουν τη μουσική. Τα γυμνά γεγονότα χρειάζονται την ενορχήστρωσή τους... Με το γραπτό λόγο προσδιορίζεται η στιγμή, η ψυχική κατάσταση, το γεγονός. Γι' αυτό και υπάρχει αυτή η εκδοτική έξαρση, τα χιλιάδες μυθιστορήματα που διατυπώνουν την ανάγκη ν' αντικατοπτρίσουν τη ζωή, να την αφηγηθούν».

- Αυτό θυμίζει το αντίστοιχο γαλλικό φαινόμενο του προηγούμενου αιώνα...

«Πράγματι, αλλά εδώ είναι σε έκπτωση κι εκφυλισμό. Γιατί τότε υπήρχε η ανάγκη του συγγραφέα να εκφράσει τις αιχμές του κόσμου περνώντας μέσα από το προσωπικό φίλτρο του συγγραφέα. Τώρα, μερικές φορές, δεν απαιτείται συγγραφέας για να γραφτούν αυτά που ιστορούνται. Αυτό είναι ωμό. Αποτελεί μεν πρώτη ύλη αλλά δεν έχει ενδιαφέρον αν δεν συναρτάται με το βλέμμα του συγγραφέα και το μυθολογικό υπόβαθρο που το ορίζει».

- Μ' αφορμή το Κάιρο αλλά και την Αθήνα που αναφέρεστε, πιστεύετε ότι τελικά ο τόπος και η ανθρωπογεωγραφία του ασκούν επίδραση στο δημιουργό, κατά βάθος οξύνουν την ευαισθησία του;

«Δεν νομίζω ότι συμβαίνει κάτι άλλο. Μερικές φορές, βέβαια, αντιμετωπίζουμε την ελληνική κουλτούρα κάπως υποτιμητικά... Σίγουρα φαίνεται πιο μαγευτικό να αναφέρεται κάποιος συγγραφέας σε μια πόλη εξωτική. Πάντως, κάθε συγγραφέας είναι δεμένος με έναν περίγυρο. Στη δική μου περίπτωση, μεγάλωσα σ' αυτές τις δύο πόλεις και νιώθω ότι προκάλεσαν έναν ολόκληρο κόσμο μέσα μου. Αλλοτε με ευφορία, άλλοτε με πόνο. Και διαπιστώνω ότι έχουν μεγάλο αντίκτυπο στη μουσική μου».

- Δεν ήταν έντονη η αντίθεση της αναπτυσσόμενης Αθήνας με τον αστικό και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του Καΐρου;

«Υπήρχαν μεγάλες διαφορές. Την πρώτη μέρα στην Ελλάδα έμεινα στο νεοκλασικό ξενοδοχείο του "Μ. Αλεξάνδρου" στην Ομόνοια, που έμοιαζε με τα μπαρόκ κτίρια του Καΐρου. Ετσι, είχα ένα αίσθημα παρηγοριάς. Αλλά και αργότερα, μένοντας στη συνοικία του Ζωγράφου όταν η λεωφόρος είχε ακόμη κοκκινόχωμα, φοίνικες, πικροδάφνες και νεραντζιές. Εμοιαζε σαν κήπος. Ομως, οι δυσκολίες ήταν μεγαλύτερες με τους ανθρώπους εδώ...».

- Η Αθήνα δεν σας απογοητεύει τώρα πια;

«Εξακολουθεί να μου αρέσει. Οπως η Αλεξάνδρεια, που είναι σε παρακμή και δεν έχει πια σχέση με την πόλη του Καβάφη και του Λόρενς Ντάρελ. Για την Αθήνα ισχύει επίσης αυτό που εννοεί ο Καβάφης λέγοντας ότι "η Αλεξάνδρεια θα είναι πάντα η Αλεξάνδρεια". Η Αθήνα είναι ένας τόπος με δικό του υπόστρωμα. Ας αναφέρω το παράδειγμα του Ιλισού, που είναι ένας ποταμός τον οποίο έχουν σκεπάσει αλλά ξέρουμε ότι είναι πάντα εκεί».

- Ο Μάνος Χατζιδάκις με τα «ψήγματα μιας θείας μουσικής» θα εξακολουθήσει να πλανάται ως σκιά στη σύγχρονη μουσική δημιουργία;

«Είναι πολύ συγκεκριμένη περίπτωση στην ελληνική μουσική. Διαθέτει κάτι διφυές στην τέχνη του, που με συγκινεί. Ενώ αισθάνεσαι πολύ την εποχή του, τη δεκαετία του '60, την ευφορία που αναδύει και την αίσθηση του νέου, την ίδια στιγμή καταλαβαίνεις ότι έχει μια διεισδυτικότητα στο χρόνο. Αυτή είναι η ομορφιά της μουσικής, εξάλλου».

- Νιώθετε κάποιον παραλληλισμό με την προοπτική του Χατζιδάκι;

«Οχι, δεν θα το έλεγα. Πολλές φορές διαφοροποιούμαι. Είναι ένα πρόσωπο που το έχω συνδέσει με μια ολόκληρη εποχή κι έναν κόσμο. Ηταν αυτή η μαγεμένη ατμόσφαιρα της μουσικής του που με σκηνικό το Κάιρο και την Αίγυπτο έπαιρνε ακόμα πιο ονειρικές διαστάσεις, συν το ότι ήμουν παιδί το 1960 που τον άκουγα. Του χρωστούσα κατά κάποιον τρόπο αυτό το κείμενο...».

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 13/08/2002

Commenti